- εξής
- (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν)1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.)2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆςο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη»)3. φρ. «στο (εις το) εξής» — στο μέλλοννεοελλ.φρ. «ούτω καθ' εξής» — με όμοιο τρόπο στη συνέχειααρχ.1. κοντά, αμέσως μετά («ὁ Θησέος παῑς ἑξῆς ἐναυλόχει», Ευρ.)2. με λογική ακολουθία («τούτων τοίνυν ἑξῆς ἀγώμεθα», Πλάτ.)3. (με άρθρο) (για χρόνο) κατόπιν, ο χρονικά επόμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το εξής, επίρρημα με τοπική ή χρονική σημασία, προέρχεται πιθ. από ένα ένσιγμου θέματος ουσιαστικό, στο οποίο απαντά το θ. τού έχεσθαι «ακολουθώ». Οι τύποι εξής, εξάν θα μπορούσαν επίσης να είναι αντιστοίχως γενική και αιτιατική πτώση ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *εξă, γεν. εξάς, που θα εμφάνιζε κλίση παρόμοια προς το μίă, μιaς, μίăν. Σύμφωνα με άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το εξής προέρχεται από επίθ. *εξός (πρβλ. λοξός). Όλες αυτές οι ερμηνείες, ωστόσο, δεν εξηγούν τον ομηρ. παράλληλο τ. εξείηςυπετέθη ότι πρόκειται για τ. γενικής θηλυκού ενός επιθέτου *εξε(ι)ος, παράγωγο πιθ. τού έξις «κατοχή, κτήση» (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «εξείατα εξής»). Από το εξείης αυτό, με συναίρεση, θα ήταν δυνατό να προέλθει το εξής, οπότε βεβαίως θα παρέμενε ανερμήνευτο το εξάν. Τέλος, τύποι με ίδια σημασία, όπως επ-εχές, επ-εχεί, ποτ-εχεί, εμφανίζουν θ. εχ- και επίθημα -ες (βλ. και έχω)].
Dictionary of Greek. 2013.